βρόχι — το 1. θελιά, παγίδα, δίχτυ που πιάνει πουλιά: Δόλωμα για βρόχι. 2. μτφ., ο δόλος, η πλεκτάνη: Έπεσε στα βρόχια του τοκογλύφου. 3. μτφ., θέλγητρο, σαγήνη: Πιάστηκε στα βρόχια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριατοβρόχι — το, Ν χωριατομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο βρόχι)] … Dictionary of Greek
ψιλοβρόχι — το, Ν ψιλόβροχο, ψιχάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο βρόχι] … Dictionary of Greek
βροχοπιάνω — πιάνω, συλλαμβάνω με βρόχο ή βρόχι … Dictionary of Greek
βροχόλουρο — το βρόχι, παγίδα … Dictionary of Greek
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek
εξάφνου — και ξάφνου επίρρ. 1. ξαφνικά, αναπάντεχα («μα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι», Ερωτόκρ.) 2. στη στιγμή, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. εξαίφνης. Το ληκτικό ου αναλογικά προς τα επίρρ. σε ου (πρβλ. και άξαφνα αξάφνου)] … Dictionary of Greek
βροχίζω — ισα 1. πιάνω στο βρόχι. 2. φρ., «Βροχίζω την άγκυρα», δημιουργώ θηλιά στην άγκυρα για να τη σηκώσω από το βυθό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηλιά — η 1. κουμπότρυπα: Οι θηλιές είναι μικρές και δεν κουμπώνει το παλτό. 2. είδος παγίδας, βρόχι. 3. πόντος, κόμπος στο πλέξιμο: Μετράει τις θηλιές όταν πλέκει. – Της έφυγαν δυο θηλιές κι έγινε τρύπα στην κάλτσα της. 4. φρ., «Bάζω τη θηλιά στο λαιμό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)