βρόχι

βρόχι
το (Μ βρόχιον και βρόχιν) [βρόχος]
1. μικρός βρόχος, θηλιά
2. θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία συλλαμβάνονται από τον λαιμό πουλιά ή μικρά τετράποδα ζώα
νεοελλ.
πληθ. βρόχια, τα
1. τεχνάσματα, πλεκτάνες
2. θέλγητρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βρόχι — το 1. θελιά, παγίδα, δίχτυ που πιάνει πουλιά: Δόλωμα για βρόχι. 2. μτφ., ο δόλος, η πλεκτάνη: Έπεσε στα βρόχια του τοκογλύφου. 3. μτφ., θέλγητρο, σαγήνη: Πιάστηκε στα βρόχια της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριατοβρόχι — το, Ν χωριατομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο βρόχι)] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοβρόχι — το, Ν ψιλόβροχο, ψιχάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο βρόχι] …   Dictionary of Greek

  • βροχοπιάνω — πιάνω, συλλαμβάνω με βρόχο ή βρόχι …   Dictionary of Greek

  • βροχόλουρο — το βρόχι, παγίδα …   Dictionary of Greek

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

  • εξάφνου — και ξάφνου επίρρ. 1. ξαφνικά, αναπάντεχα («μα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι», Ερωτόκρ.) 2. στη στιγμή, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. εξαίφνης. Το ληκτικό ου αναλογικά προς τα επίρρ. σε ου (πρβλ. και άξαφνα αξάφνου)] …   Dictionary of Greek

  • βροχίζω — ισα 1. πιάνω στο βρόχι. 2. φρ., «Βροχίζω την άγκυρα», δημιουργώ θηλιά στην άγκυρα για να τη σηκώσω από το βυθό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλιά — η 1. κουμπότρυπα: Οι θηλιές είναι μικρές και δεν κουμπώνει το παλτό. 2. είδος παγίδας, βρόχι. 3. πόντος, κόμπος στο πλέξιμο: Μετράει τις θηλιές όταν πλέκει. – Της έφυγαν δυο θηλιές κι έγινε τρύπα στην κάλτσα της. 4. φρ., «Bάζω τη θηλιά στο λαιμό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”